Ύστερα ήρθανε οι βάρβαροι.
Ήρθαν μ' αστροπελέκια και καμμένο σίδερο
και σκόρπισαν παντού τον πόνο και το θάνατο.
Όμως στα κάστρα, στα οδοφράγματα,
στέκουν ασάλευτοι, βγαλμένοι από τα σπλάχνα της,
οι νέοι Διγενήδες κι οι Αντρόνικοι.
Στέκουν όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος,
στέκουν και μάχονται γι' αυτή τη γη που τους ανάστησε,
στέκουν και πέφτουνε ορθοί στον τόπο που τους γέννησε.
Κρατάνε ακόμη, όσοι μείνανε,
το χώμα στη σπασμένην απαλάμη τους,
το χώμα τ' ακριβό που τους ανάστησε.
Οι μέρες τρέχουνε, οι αιώνες φεύγουνε.
Όμως το χώμα μένει πάντα αθάνατο,
και μια καινούργια φύτρα αρχίζει μέσα του.
Μια φύτρα, που βαθιές οι ρίζες της
θ' αντέξουν την αντάρα και τη θύελλα,
ώσπου, μ' ένα καράβι, θα' ρθει κάποτε
ο νέος Θησέας να πνίξει το Μινώταυρο.
Νίκος Κρανιδιώτης,
ποίημα «Το χώμα»